Στὸ χυδαίο αὐτό καρναβάλι,ἐφόρεσα ἀληθινή πορφύρα,στέμμα ἀπὸ
καθαρό,ἀτόφιο χρυσάφι,ὓψωσα ἓνα σκῆπτρο πάνω ἀπό τὰ πλήθη,κι ἐπήγαινα ἀκολουθώντας
τὴν ἐσωτερική μου φωνή.Ἒχανα τὴ συνείδηση τοῦ περιβάλλοντος,ἀλλά ἐπήγαινα,σὰν ὑπνοβάτης,ἀκολουθώντας
τὴν ἐσωτερική μου φωνή.Οἱ παλιάτσοι ἒτρεχαν μπροστά μου ἢ ἐχόρευαν γύρω
δαιμονισμένα Ἐφώναζαν,ἐχτυποῦσαν.Ἀλλά ἐγώ ἐπήγαινα βλέποντας τὰ σύννεφα καὶ ἀκολουθώντας
τὴν ἐσωτερική μου φωνή.Δυσκολώτατα ἐπροχωροῦσα.Μὲ τοὺς ἀγκῶνες ἂνοιγα τόπο,ἀφήνοντας
πίσω μου ράκη.Ἀποσταμένος,ματωμένος,στάθηκα κάπου.Στὸν ἣλιο ἒσπαζαν οἱ
καγχασμοί τῶν ἂλλων.Κι ἢμουν γυμνός.Γέρνοντας βαθιά,σὰν τσακισμένο δέντρο,ἂκουσα
γιὰ τελευταία φορά τὴν
εσωτερική μου φωνή.
Κ.Γ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ